- ὀξύπους
- ὀξύπουςwith pointed mouthmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύπους — ουν (Α ὀξύπους, ουν) νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη τού βόρειου ημισφαιρίου αρχ. αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πούς (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ὀξύποδας — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύποδες — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύποδος — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύπουν — ὀξύπους with pointed mouth masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VERTAGUS — nomen canis leporarii, qui et Gallicus et Laconicus dicitur. In L. Sal. argutarius canis vel acutarius, quasi ὀξύπους. Alias Vertragus, Vertraus, Vertrus et Veltrus: quâ postremâ voce infima aetas appellavit, qui superiori Vertagi; atque ita in… … Hofmann J. Lexicon universale
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek